- ἁλίπνοος
- ἁλί-πνοος, ον,A redolent of sea,
ὀδμή Musae.265
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀδμή Musae.265
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλίπνοος — ἁλίπνοος, ον (Α) αυτός που αποπνέει, που μυρίζει θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πνοος < πνοή) … Dictionary of Greek
ἁλίπνοον — ἁλίπνοος redolent of sea masc/fem acc sg ἁλίπνοος redolent of sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek